- μιλησιακός
- -ή, -ό (Α μιλησιακός, -ή, -όν)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μίλητο ή αυτός που προέρχεται από τη Μίλητο2. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) Μιλησιακάτίτλος έργου τού Αριστείδου τού Μιλησίου το οποίο αποτελούνταν από σύντομα διηγήματα με ερωτικό ή πειρακτικό περιεχόμενο.[ΕΤΥΜΟΛ. < Μίλητος + κατάλ. -ιακός, με συριστικοποίηση τού -τ- πριν από -ι-].
Dictionary of Greek. 2013.